(ὁ, ἡ) οὐδ. πῖον' παχύς, λιπαρός, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ ζῴων, πίονος αἰγὸς Ἰλ. Ι. 207· ὗν... μάλα πίονα Ὀδ. Ξ. 419· π. μῆλα Ἰλ. Μ. 319, κτλ.· μῆλα πίονα δημῷ Ὀδ. Ι. 464· βοῦν πίονα δημῷ Ἰλ. Ψ. 750, πρβλ. Β. 403· πίονα μηρί’ ἔκηε βοὸς Λ. 773· π. νῶτα βοὸς Ὀδ. Δ. 65· π. δημός=παχὺ λίπος, Ἰλ. Χ. 501.
ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ἐδάφους, παχύς, ἀγρός, κτλ., Ἰλ. Ψ. 832· πλούσιος, Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ Π. 437, κτλ.· ὡσαύτως, πίονα ἔργα, pingues segetes, Μ. 283 | 2. ὡς τὸ παχύς, ἐπὶ προσώπων καὶ τόπων, πλούσιος, ἔχων ἀφθονίαν κτημάτων ἢ πραγμάτων πολυτίμων, οἶκος, νηὸς Ὀδ. Ι. 35, Ἰλ. Β. 549· ἄδυτον Ε. 512.
ΙΙΙ. Τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. εἶναι πιότερος, πιότατος, ὡς εἰ ἐκ θετ. πῑος (ἴδε τὴν λ.), Ἰλ. Ι. 577, Ὕμν εἰς Ἀπόλλ. 48.
Ἐτυμ.: πρβλ. πῖ-αρ, πι-αρός, πι-αίνω, πι-μελή· σανσκρ. pî-nas, pî-van, pî-v-aras (pin-guis), pî-v-as (pinguedo)· λατ. o-pi-mus, καὶ ἴσως pi-nguis (ἐκτὸς ἂν τοῦτο εἶναι ἔρρινος τύπος τοῦ pi(n)guis = παχύς).
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου