ποιητ. λαμπετάω' ἀκτινοβολῶ | 2. ἐπῖ ἤχων, εἶμαι εὐκρινής | 3. μτφρ. εἶμαι περίφημος, ἐπιφανής.
ΙΙ. μτβτ. φωτίζω, κάνω κάτι νὰ λάμπει.
[λαμπετόωντι, ἐπ. ἐκτεταμένη μτχ. ἐνεστ. τοῦ λαμπετάω (Α 104)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου