Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

ἀπαμείβομαι

(ἀπό + ἀμείβω)' ἀποθ.' ἀποκρίνομαι σὲ κάποιον, ἀπαντῶ.

[
ἀπαμειβόμενος, μτχ. ἐνεστ. (Α 84)]

Δεν υπάρχουν σχόλια: