Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

βαρύς

-εῖα, -ύ' συγκρ. βαρύτερος, ὑπερθ. βαρύτατος' αὐτὸς ποὺ ἔχει βάρος, ἀσήκωτος, δυσβάσταχτος | 2. γιὰ στρατό, βαριὰ ὀπλισμένος | Β. ἐνοχλητικός, φορτικός, δυσάρεστος, δυσβάσταχτος, καταθλιπτικός, βλαβερός, αὐστηρός, ἄγριος, ἐχθρικός, σοβαρός, σημαντικός, ἱσχυρός, σπουδαῖος, ἐπιβλητικός, ἀξιοπρεπής | 2. ἀργός, δυσκίνητος' ἀντίθετο τῷ ὀξύς.

Ἐτυμ.: ρ. ΒΑΡ-.

Δεν υπάρχουν σχόλια: