Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

ἐπιμέμφομαι

(ἐπί + μέμφομαι)' ἐπιρρίπτω μομφὴ σὲ κάποιον, παραπονοῦμαι σὲ κάποιον | 2. κατηγορῶ κάποιον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: