δωρ. φυά (ἡ)' (φύω)' σωματικὴ διάπλαση, σωματικὴ ἀνάπτυξη, ὡραῖο ἀνάστημα, εὐγενὴς μορφή.
ΙΙ. οἱ φυσικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ φυσική του ἰδιοφυΐα, τὸ πνεῦμά του, ἡ φύσις του.
ΙΙΙ. τὸ ἄνθος (ἡ ἀκμή) τῆς ἡλικίας του.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου