ἀόρ. β’ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει' χρησιμοποιεῖται ὡς ἐν. τοῦ προσαγορεύω' μιλάω σὲ κάποιον, προσφωνῶ, χαιρετίζω | 2. καλῶ, ἀποκαλῶ, ὀνομάζω.
[προσέειπε, ἀόρ. β’ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει, ἐπ. ἀντὶ προσεῖπε (Α 105 - A 206)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου