Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

ὄσσομαι

(ὄσσε)' ἀποθ. ἐν χρήσει κατ᾿ ἐνεστ. καὶ πρτ. μόνο' ὁρῶ, βλέπω | 2. βλέπω μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, φαντάζομαι | 3. προβλέπω, προαισθάνομαι, προμαντεύω | 4. προφητεύω, προλέγω, προμηνύω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: