(ὄσσε)' ἀποθ. ἐν χρήσει κατ᾿ ἐνεστ. καὶ πρτ. μόνο' ὁρῶ, βλέπω | 2. βλέπω μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, φαντάζομαι | 3. προβλέπω, προαισθάνομαι, προμαντεύω | 4. προφητεύω, προλέγω, προμηνύω.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Σημασία και ετυμολογία λέξεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου