Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

κνῖσα

ἐπ. κνίση (ἡ)' ἡ ὀσμὴ ἢ ὁ λιπαρὸς χυμὸς τοῦ ψηνομένου κατὰ τὴν θυσίαν σφαγίου, ἡ ἀναπεμπομένη ἐκ τῶν θυμάτων ἀναθυμίασις, ἡ ὁποία ἀνέβαινε μέχρι τὸν οὐρανὸ ὡς δῶρο πρὸς τοὺς θεούς (τσίκνα) | 2. δημός, τὸ προξενοῦν τὴν ἀνωτέρω ὀσμὴν λιπαρὸν ἐπικάλλυμα, δι’ οὗ περιετυλίσσετο τὸ καιόμενον σφάγιον (μπόλια).

Δεν υπάρχουν σχόλια: