ἐγκλ. μόριον ποὺ δηλώνει τὴν πεποίθηση τοῦ λέγοντος γιὰ ὅ,τι λέει΄ ἀληθῶς, βεβαίως, τῇ ἀληθείᾳ
| 2. ἐνίοτε δηλώνει συμπέρασμα' ὅθεν, ἑπομένως, λοιπόν, τότε
| 3. ἐνισχύει ἄλλα μόρια'
τἆρα,
τἂν,
ἤτοι,
καίτοι,
μέντοι,
τοιγάρ,
τοιγάρτοι,
τοιγαροῦν,
τοίνυν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου