Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

ἀεικής, ές

αἰτ. συνῃρ. αἰκής, ές (α + εἰκός)' ἀνάρμοστος, ἀπρεπής | 2. εὐτελής, ἀξιολύπητος, ἐπαίσχυντος | 3. τὸ οὐδ. ἀεικὲς ὡς ἐπίρ.=κατὰ ἀνάρμοστο τρόπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: