ὄναρ
(τό)' ὄνειρο, ὀπτασία ἐν ὥρᾳ ὕπνου (ὅραμα) ἐνάντ. πρὸς τὸ ὅραμα τὸ ὁποῖο βλέπει κάποιος ἐν ἐγρηγόρσει (ὕπαρ) | 2. ὁτιδήποτε προσωρινό ἤ φανταστικό | 3. παρ. ἀττ. πολὺ συχνὰ ὁ τύπος ὄναρ χρησιμοποιεῖται ὡς ἐπίρ.' κατ’ ὄναρ=καθ’ ὕπνους, ἐν ὀνείρῳ | 4. συχνὰ ἀντιδιαστέλλεται πρὸς τὸ ὕπαρ' ὄναρ ἢ ὕπαρ ζῆν=ζῆν ἐν ὀνείρῳ ἢ ἐν ἐγρηγόρσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου