Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

ὀνειροπόλος,ον

(ὄνειρος + πολέω)' ὁ ἐνασχολούμενος εἰς τὰ ὄνειρα, ὁ καταγινόμενος μὲ τὰ ὄνειρα, ὁ ἐξ ὀνείρων τὸ μέλλον μαντευόμενος, ὀνειροκρίτης | 2. ὡς οὐσιαστ. ὁ ὀνειροπόλος=ὁ ἐξηγητὴς ὀνείρων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: