καὶ ἱλάομαι, (ἵλαος), ἀποθ.' ἐπὶ θεῶν, ἐξιλεώνω, ἐξευμενίζω, καταπραΰνω.
[ἱλασσάμενοι, μτχ. ἐπ. ἀορ. α’ (Α 100)]
[ἱλάσσεαι, ἐπ. ἀντὶ ἱλάσῃ, β’ ἑν. ὑποτ. ἀορ. α’ (Α 147)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Σημασία και ετυμολογία λέξεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου