(κράτος)' εἶμαι ἰσχυρός, κραταιός, δυνατός | 2. μετὰ δοτ., κρατῶ στὰ χέρια μου τὴν ἐξουσία, ἔχω τὸ κράτος' κρατέω ἀνδράσι καὶ θεοῖσι=ἄρχω μεταξὺ ἀνθρώπων καὶ θεῶν | Β. κατακτῶ, ὑποτάσσω' μετὰ γεν., γίνομαι κύριος, εἶμαι κυρίαρχός τινος, κυβερνῶ' ἀπολ., νικῶ, ὑπερισχύω' μετὰ αἰτ. προσ., ὑπερισχύω ἐναντίον τινός, καταβάλλω (νικῶ) τινά, κυριαρχῶ ἐπί τινος, ἐξουσιάζω τινά' μετὰ αἰτ. πραγμ., γίνομαι κύριος πράγματός τινος, τὸ λαμβάνω ὑπὸ τὴν κατοχή μου, κυριεύω (διὰ βίας).
ΙΙ. παθ., ὑπακούω, ὑποτάσσομαι.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου