ἀττ. κρείττων, ἰων. κρέσσων, δωρ. κάρρων' συγκρ. τοῦ κρατύς' άνωμ. συγκρ. τοῦ ἀγαθός' ὑπερθ. κράτιστος' (κράτος) | Α. (ὡς συγκρ. τοῦ κρατύς) ὁ ἰσχυρότερος, ὁ δυνατότερος (ἰδίως στὴ μάχη), αὐτὸς ποὺ ἔχει μεγαλύτερη σωματικὴ δύναμη, αὐτὸς ποὺ ὑπερισχύει, ποὺ νικὰ | Β. (ὡς συγκρ. τοῦ ἀγαθός) ὁ καλύτερος, ὁ ἀνώτερος, ἰδίως ὡς πρὸς τὴ θέση, τὴν ἀξία | Γ. αὐτὸς ποὺ ὑπερβάλλει, ποὺ ὑπερτερεῖ, ποὺ βρίσκεται πάνω ἀπὸ κάποιον ἢ ἀπὸ κάτι | Δ. αὐτὸς ποὺ μπορεῖ καὶ ἐξουσιάζει κάτι, ὁ ἐγκρατής' αὐτὸς ποὺ θέτει τὸν ἑαυτό του πάνω ἀπὸ κάτι | Ε. ὁ ἀνώτερος, ὁ ἐξοχότερος | ΣΤ. ὡς ἐπίρ., με καλύτερο τρόπο.
Ἐτυμ.: ἀπὸ ἰων. *κρε-τ-y-ων (πβ. αἰολ. κρέτος γιὰ τὸ κράτος) > ἰων. κρέσσων > κρείσσων.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου