ἀναδιπλασιασμένος ἐνεστ. ἐκ ῥημ. τοῦ ἐνεστ. ἄρω' συνάπτω, ἐνώνω, συναρμόζω, βάλλω μαζί | 2. προσαρμόζω τι πρός τι, συναρμολογῶ τι μέ τι, ἐφοδιάζω τι μέ τι.
ΙΙ. ἀμτβ. παθ. καὶ μέση φωνή, συνάπτομαι, συνδέομαι, συναρμόζομαι στενῶς μετά τινος | 2. προσαρμόζομαι στενῶς, καλῶς, στερεώνομαι | 3. εἶμαι ἁρμόδιος, κατάλληλος ἢ εὐάρεστος.
Ἐτυμ.: ἐκ ρ. ΑΡ-.
[ἄρσαντες, μτχ. μεσ. ἀορ. (A 136)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου