οὕτως
καὶ πρὸ συμφώνου συνήθως οὕτω, ἐπίρ. τοῦ οὗτος (κυρ. τὸ οὕτως εἶναι τὸ δεικτικὸν τοῦ ὡς)' κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο' μόνο του σὲ ἀπαντήσεις, ἔτσι καὶ μόνον ἔτσι, ἁπλῶς, μόνο καὶ μόνο | 2. ἐπὶ εὐχῶν, προσευχῶν, οὕτω νῦν Ζεὺς θείη=ἔτσι νὰ δώσει ὁ Ζεύς | 4. ἐν ἀρχῇ ἀφηγήσεως, οὕτω ποτ᾿ ἦν μῦς καὶ γαλῆ=ἔτσι κάποτε (μιὰ φορὰ καὶ ἕναν καιρό) ἦταν ἕνας ποντικὸς καὶ μιὰ γάτα | 5. οὕτω μέν... οὕτω δέ=ἐν μέρει μέν... ἐν μέρει δέ, ἀφ᾿ ἑνὸς μέν... ἐφ᾿ ἑτέρου δέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου