ἰων. εἰρύω' ἕλκω, σύρω, μεταφέρω, τραβῶ | 2. ἕλκω διὰ βίας, κακομεταχειρίζομαι.
Β. μέσον ἐρύομαι, ἰων. εἰρύομαι' σύρω πρὸς τὸ μέρος μου' ἐρύομαι νῆας=σύρω νῆες στὴ θάλασσαν.
ΙΙ. ἀπολυτρώνω, διασῴζω | 2. διαφυλάσσω, προστατεύω.
ΙΙΙ. ἀπομακρύνω, ἀποκρούω, ἀποτρέπω, ἐμποδίζω | 2. συγκρατῶ, ἀνακόπτω, καταστέλλω | 3. φρουρῶ, φυλάττω | 4. διατηρῶ, ἰσχυρίζομαι, διατείνομαι, τιμῶ.
[ἐρύσσομεν, ὑποτ. ἀορ. α’ (Α 141)]
[εἰρύσσασθαι, ἰων. ἀπρφ. μέλλ. (Α 216)]
[εἰρύαται, ἰων. γ’ πληθ. παθ. πρκ. τοῦ ἐρύομαι (Α 239)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου