Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

ἐτοιμάζω

ἐπ. ἐτοιμάσσω' (ἑτοῖμος)' παρασκευάζω, προμηθεύω | 2. μετ᾿ ἀπρφ., ἐτοιμάζομαι νὰ πράξω τι.

[
ἐτοιμάσατο, ἐπ. ἀόρ. β’ (Α 118)]

Δεν υπάρχουν σχόλια: