(ἕτερος τύπος τοῦ ἔχω, ἀπαντῶν μόνον κατ᾿ ἐνεστ. καὶ πρτ. ἶσχον)' κρατῶ, συγκρατῶ, σταματῶ, ἀναχαιτίζω' ἀμτβ. σταματῶ, παύω | 2. ἴσχεο= στάσου ! ἡσύχασε! σταμάτα!' μετὰ γεν., ἴσχομαί τινος=ἀπέχω ἀπό τι, μένω, κρατῶ ἐμαυτόν, μακρὰν ἀπό τι.
ΙΙ. μέσον, συγκρατῶ, ἀναχαιτίζω, ἐμαυτόν.
ΙΙΙ. μτγν. ὡς τὸ ἔχω.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου