σύρω, τραβῶ' τεντώνω, ἀπλώνω (ἀνοίγω) πανιά | 2. σχίζω σὲ κομμάτια, ξεσχίζω | 3. σύρω ξίφος, τόξο.
ΙΙ. μέσον, ξίφος ἕλκομαι=σύρω (τραβῶ) ξίφος | 2. σύρω πρὸς τὸ μέρος μου, συσσωρεύω.
[ἕλκεο, προστ. (Α 210)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου