ὀξύς, ὀξεῖα, ὀξύ
ἰων. όξύς, ὀξέα, ὀξύ' μυτερός, αἰχμηρός' λίθος ὀξύς=πέτρα κοφτερὴ σὰν μαχαίρι | 2. ἐπὶ ἐντυπώσεων τῶν αἰσθήσεων (ἐπὶ αἰσθημάτων), διαπεραστικός, δριμύς, τραχύς | 3. ἐπὶ τοῦ ἡλίου, καυστικός, ἐκτυφλωτικὸν ἔχων φῶς | 4. ἐπὶ ὁράσεως, ὀξυδερκής | 5. ἐπὶ ἤχου, ὑψηλός, διαπεραστικός, ἀντίθ. τῷ βαρύς | 6. ἐπὶ γεύσεως, πικρός, στυφός | 7. ἐπὶ κινήσεως, ταχύς, εὐκίνητος, γοργός' ταχύς, ὁρμητικός, πλήρης ὁρμητικοῦ πάθους, ἰδίως ταχὺς εἰς τὴν ἔκρηξη τοῦ θυμοῦ του, εὐέξαπτος | 8. ἐπίρ. ὀξέως, ὡς καὶ τὰ ὀξύ, ὀξέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου