Μενέλαος
ἀττ. Μενέλεως, δωρ. Μενέλας (ὁ), (μένω + λαός)' ὁ ἀντιμετωπίζων, ἀντικρούων τοὺς ἄνδρες | 2. ὁ Μενέλαος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἀγαμέμνονα καὶ σύζυγος τῆς Ὡραῖας Ἑλένης. Κατὰ τὴν κυρίαρχη ἐκδοχή (Ἰλιάδα) ἦταν γιὸς του Ἀτρέως καὶ τῆς Ἀερόπης, ἐγγονὸς τοῦ Πέλοπα καὶ τῆς Ἱπποδάμειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου