(ἡ), (κορώνη)' ὡς ἐπίθ., ἡ ἔχουσα τὸ ῥάμφος (τὸ ἔμβολο ἢ γεν. τὸ ἄκρο) κυρτό, γεν. ἡ κυρτή, καμπυλωτή | 2. ἐπὶ βόων, ὁ μὲ τὰ κυρτὰ κέρατα.
ΙΙ. ὡς οὐσ., πᾶν τὸ κυρτὸ | 2. μτφρ., τέλος, συμπλήρωση.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Σημασία και ετυμολογία λέξεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου