ὡς τὸ παύω, κατευνάζω, καταστέλλω | 2. συχνοτ. ἀμτβ., παύομαι, παύω, τελειώνω, σταματῶ, ἀπό τι' λήγω ἔριδος=παύω νὰ φιλονεικῶ.
Ἐτυμ.: ἐκ ῥ. ΛΑΓ-.
[λῆγε, προστ. (Α 210)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Σημασία και ετυμολογία λέξεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου