(μή + δέ)' ἀρνητικὸ μόριο, συγγενικὸ μὲ τὸ οὐδέ' ὡς σύνδ., ἀλλὰ δέν.., καὶ δέν..., οὔτε, μήτε | 2. μηδέ... μηδέ=οὔτε... οὔτε...
ΙΙ. ὡς ἐπίρ. συναπτόμενον μετὰ μίας μόνο λέξεως ἢ περιφράσεως ἐκφράζει ἐνισχυμένη ἄρνηση' ὅλως διόλου ὄχι' μηδ᾿ ἀρχήν=οὔτε καὶ κατ᾿ ἀρχήν, ἐν γένει ὄχι.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου