Τρίτη 21 Απριλίου 2009

οὐρανόθεν

ἐπίρ. τοῦ οὐρανός (οὐρανός + -θεν)' ἐξ οὐρανοῦ, ἀπὸ τὸν οὐρανό | 2. κυρ. εἶναι παλαιὰ γεν. τοῦ οὐρανός, γι᾿ αὐτὸ συνάπτεται ἐνίοτε καὶ μετὰ προθ., ἀπ᾿ οὐρανόθεν, ἐξ᾿ οὐρανόθεν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: