Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

κλισία

ἰων. κλισίη (ἡ)' (κλίνω)' τόπος πρὸς κατάκλιση | 2. καλύβα | 3. κλίνη, ἀνάκλιντρο | 4. ὅμιλος ἀνθρώπων παρακαθημένων εἰς δεῖπνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: