Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

λώιων

(ὁ, ἡ), λώιον (τό), ἀττ. συνῃρ. λῴων, λῷον (λῶ=ἐπιθυμῶ)' ἐπιθυμητότερος, καλύτερος | 2. ὑπερθ. λώιστος, η, ον, καὶ κατὰ συναίρεση λῷστος, 2ο συγκρ. λωίτερος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: