Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009

τομή

(ἡ) (τέμνω)' τὸ ἀπομένον μέρος μετὰ τὴν ἀποκοπὴ τμήματος, ὅπως π.χ. κορμὸς δένδρου μετὰ τὴν ἀποκοπὴ κλαδιοῦ.

ΙΙ. τὸ κόψιμο, ἐγκοπή, πλῆγμα, τραῦμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: