Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

δικασπόλος

(ὁ) (δίκη + πολέω): ὁ νομοθετῶν, ὁ ἐφαρμόζων τοὺς νόμους, ὁ δικαστής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: