Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

ποθή

(ἡ), ἐπ. πόθος' σὴ ποθή=ἡ ἐπιθυμία (ὁ πόθος) διὰ σέ | 2. μετὰ γεν. πραγμ., ἔλλειψη κάποιου πράγματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: