Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

ὀρέσκοος, ον

(ὄρος + κεὶμαι) ἐπ., ὀρεσκῷος, ον' αὐτὸς ποὺ κατοικεῖ στὰ ὄρη, αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀνατραφεῖ στὰ ὄρη, ἄγριος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: