Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

ἐπιπλέω

ἰων. ἐπιπλώω (ἐπί + πλέω)' πλέω ἐπί τινος | 2. πλέω ἐναντίον τινός, προσβάλλω, επιτίθεμαι ἀπὸ τὴ θάλασσα | 3. ταξιδεύω ἐπὶ πλοίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: