(ὁ), θηλ.
μάκαρ καὶ
μάκαιρα' μακάριος, εὐλογημένος, εὐτυχής, εὐδαίμων (κυρ. ἐπὶ τῶν θεῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς θνητούς)' ἀπολ.
οἱ μάκαρες=οἱ εὐδαίμονες, δηλ. οἱ θεοί
| 2. ἐπὶ ἀνθρώπων, εὐτυχής, τυχερός, πλούσιος, εὔπορος
| 3. μάκαρες ὀνομάζονταν καὶ οἱ νεκροί (
μακαρῖται), ὡς οἱ κάτοχοι τῆς μακαριότητος, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ πόνους
| 4. Μακάρων νῆσοι=τὰ νησιὰ τῶν νεκρῶν, ὡς μακαρίων, ποὺ βρίσκονται στὸν Ὠκεανό, τὴν ἀκρότατη πρὸς Δυσμὰς περιοχή
| 5. παραθετ.
μακάρτερος,
μακάρτατος | 6. στὸν Ὁμ. καὶ οὐδ. οὐσ.
μάκαρ=εὐτυχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου