(ῥ. ΘΥ-)' φυσῶ δυνατά, συρίζω (ἐπὶ ἀνέμου)' ἐπὶ ποταμῶν καὶ κυμάτων, φουσκώνω' ἐπὶ ἀνθρώπων, μαίνομαι, λυσσῶ, τρελλαίνομαι.
ΙΙ. καίω, καπνίζω, θυμιατίζω, θυσιάζω' μετὰ δοτ. προσ., προσφέρω θυσία.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Σημασία και ετυμολογία λέξεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου