Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

ὀλοός, όν

ποιητ. ὀλοιός, όν (ὄλλυμι)' ὀλέθριος, καταστρεπτικός, ἐξολοθρευτικός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: