(ἡ), ἐπ.
χρειώ καὶ συνῃρημένο
–οῦς' (
χρέος, χρεία)' ἔλλειψη, ἀνάγκη, καὶ ἑπομένως διακαὴς πόθος, σφοδρὴ ἐπιθυμία'
ἦ τι μάλα χρεώ=ὄντως ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη' μετὰ γεν.,
χρειὼ ἐμεῖο=ἀνάγκη ἐμοῦ, "ἔχουν τὴν ἀνάγκη μου"
| 2. χρεὼ ἱκάνεται=παρουσιάζεται ἀνάγκη
| 3. μὲ τὰ ρήματα
εἰμί καὶ
γίγνομαι'
ἐμὲ δὲ χρεώ γίγνεται νηός=χρειάζομαι ἕνα πλοῖο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου