(
νόος)' παρατηρῶ μὲ τὰ μάτια, νοερῶς παρατηρῶ, διακρίνεται ἀπὸ τὸ
ὁρῶ, τὸ ὁποῖο ἀφορᾷ τὴν σωματικὴ αἴσθηση τῆς ὁράσεως καὶ σημαίνει: βλέπω μὲ τὰ μάτια'
οὐκ ἴδεν οὐδ᾿ ἐνόησε=οὔτε μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος εἶδε οὔτε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς παρατήρησε
| 2. σκέπτομαι, ὑποθέτω, προτίθεμαι, σκοπεύω, ἔχω κατὰ νοῦ' μτχ.
νοέων=συνετός, φρόνιμος
| 3. ἐπὶ λέξεων ἢ ἐκφράσεων, σημαίνω, δηλῶ
| 4. συμπεραίνω, ἐπινοῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου