μικρός, λίγος, νέος, νεογνός.
ΙΙ. τὸ οὐδ. τυτθὸν ὡς ἐπίρ.=λιγάκι, μόλις καὶ μετὰ βίας, δύσκολα, παρ᾿ ὀλίγον, σχεδόν | 2. ἐπὶ φωνῆς, χαμηλοφώνως, ἡρέμα.
ΙΙΙ. τυτθὰ διατμῆξαι=κόβω σὲ μικρὰ τεμάχια, κομματιάζω.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 12 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου