ὅ,τι καὶ νῦν, πόδι΄ ἐν τῷ πληθ. σημ. ὡς καὶ νύχια πουλιοῦ΄ ἐν τῷ πληθ. σημ. ὡς καὶ τὰ πλοκάμια τοῦ πολύποδος΄
ξύλινος ποῦς=ξύλινο, τεχνητὸ πόδι΄ ἐν τῷ πληθ. σημ. ὡς καὶ ἀγῶνας δρόμου΄
πύξ... ἠδὲ πόδεσσιν=στὴν πυγμαχία καὶ στὸν ἀγῶνα δρόμου΄
ποσὶν ἐρίζειν=ἀγωνίζεται ἀγῶνα δρόμου'
ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς=απὸ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια
| 2. πρὸς δήλωση μέγιστης ἐγγύτητας:
πρόσθεν ποδὸς ἤ
ποδῶν, προπάροιθε ποδῶν=ἀκριβῶς μπροστὰ στὰ πόδια τινός΄ παρόμοια σημασία ἔχουν καὶ οἱ περιφράσεις
ἐν ποσί, παρὰ ποδός, πρὸ ποδός, παρὰ ποδί (=ἀκριβῶς ἐνώπιόν τινος, ἤ πολὺ πλησίον του)'
παρὰ ποδός=ἐκ τοῦ προχείρου, ἀμέσως, διὰ μιᾶς'
ἐν ποσί, πρὸ ποδῶν=ὅ,τι κεῖται ἐνώπιόν τινος, ὅ,τι εἶναι προφανές, κοινὸ γιὰ ὅλους
| 3. σὲ διάφορες περιφράσεις,
ἐπὶ πόδα=πρὸς τὰ πίσω'
ἐπὶ πόδα ἀναχωρῶ=ὑποχωρῶ χωρὶς νὰ στρέψω τὰ νῶτα (γιὰ νὰ τραπῶ σὲ φυγή), ἤτοι ὑποχωρῶ μὲ τὴν ἠσυχία μου
| β. κατὰ πόδας=μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῶν ποδιῶν, ἐν πάσῃ δυνατῇ ταχύτητι'
ἡ κατὰ πόδας ἡμέρα=ἡ ἑπομένη ἡμέρα
| γ. ὡς ποδῶν ἔχω=μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῶν ποδιῶν μου, ὅσον ταχέως δύναμαι
| δ. ἔξω τινὸς πόδας ἔχω=ἔχω τὸ πόδι μου ἔξω πράγματός τινος, δηλ. εἶμαι ἀνίδεος ἀπὸ κάτι
| ε. ἐξ ἑνὸς ποδός=χωριστά, ἀτομικῶς
| στ. ἐξ (ἀφ’) ἡσύχου ποδός=ἡσύχως, ἀθορύβως
| 4. μτφρ., ἐπὶ πραγμ., τὸ κατώτατο μέρος ὁποιουδήποτε πράγματος, καὶ δὴ οἱ πρόποδες λόφου
| β. ἐπὶ πλοίου,
πόδες καλοῦνται τὰ σχοινιὰ ποὺ εἶναι δεμένα στὶς δύο κατώτατες γωνίες τοῦ ἱστίου, καὶ διὰ τῶν ὁποίων ἐκτείνονται ἤ χαλαρώνονται τὰ ἱστία΄
χαλῶ πόδα=χαλαρώνω τὸ σχοινί΄
τείνω πόδα=τεντώνω τὸ σχοινί (τὸ ἱστίο)'
παριέναι τοῦ ποδός=ἀφιέναι τὸν πόδα=χαλαρώνειν τὸ σχοινί
| 5. ὡς μέτρο ἔκτασης ἤ μήκους, ὁ
ποῦς=4 παλάμαι (
παλασταί) ἤ 16 δάκτυλοι, λίγο περισσότερο ἀπὸ 30 ἐκατοστὰ τοῦ μέτρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου