Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

ἄν

τροπολογικὸ ἤ δυνητικὸ μόριο, ἐπ. καὶ λυρ. κε, κεν, δωρ. κᾶ΄ οὐδέποτε συντάσσεται μετὰ ἐνεστ. ἤ πρκ. ὁριστ. οὔτε μετὰ προστακτ.

Ι. ἐν τῃ ὑποθέσει, 1. μεθ’ ὑποτακτικῆς, γενικῶς μεθ’ ὑποτακτικῆς τὸ μόριο ἄν ἀναφέρεται σὲ μελλοντικὴ ἔννοια και συνοδεύει ἤ τὸν ὑποθ. εἰ (καὶ λέγεται γι’ αὐτὸ ὑποθετικὸς ἄν), ἤ ἀναφορ. καὶ χρον. λέξεις (ἐνίοτε καὶ τελικοὺς συνδέσμους), ὁπότε λέγεται ἀοριστολογικὸς ἄν: εἰ + ἄν=ἐάν, ἥν, ὅς ἄν, πρὶν ἄν, ἕως ἄν, ὅπως ἄν, ἐπεί + ἄν=ἐπεάν - ἐπήν, ὅτε + ἄν= ὅταν, ἐπειδή + ἄν=ἐπειδάν, ὁπότε + ἄν=ὁπόταν. Τὸ ἄν ὡς ὑποθ. ἐμφαίνει τὸ προσδοκώμενο, ὡς ἀοριστολογ. σημαίνει ἀόριστη ἐπανάληψη: ὅς ἄν=ὁποιοσδήποτε, ὅποιος καὶ ἄν΄ ὅπου ἄν=σὲ ὁποιοδήποτε μέρος΄ ὁπόταν=σὲ ὁποιαδήποτε περίσταση | 2. μετ’ εὐκτικῆς, σπανίως, ὡς μεθ’ ὑποτ. Μὲ τὴ σύνταξη αὐτὴ τὸ μόριο ἄν ἔχει ἔννοια ἀοριστολογική (καθὼς καὶ ὁ κένὡς κε... δοίη δ’ ᾧ κεν ἐθέλῃσι=ὥστε νὰ δυνηθεῖ νὰ δώσει αὐτὴ σὲ ὅποιον θὰ ἤθελε | 3. μεθ’ ὁριστικῆς εἰσαγομένης ὑπὸ τοῦ εἰ, ἀλλὰ σπαν.: μετὰ ὁριστ. μέλλ. ὡς μετὰ ὑποτ. (οἵ κὲ με τιμήσουσι), ἅπαξ μετὰ ὁριστ. παρῳχ. χρόνου (Ιλ. Ψ 526): εἰ δέ κεν ἔτι προτέρω ἐγένετο δρόμος.

ΙΙ. ἐν τῃ ἀποδόσει ὁ ἄν ἀνήκει στὸ ρῆμα καὶ δηλώνει ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ρήματος ἐξαρτᾶται ἀπὸ κάποιον ἐκφραζόμενο ὅρο ἤ ὑπονοούμενο. Σὲ αὐτὴ τὴ θέση ὁ ἄν λέγεται συν. δυνητικός, καὶ τίθεται γιὰ νὰ μετριάσει τὴ δογματικότητα τῆς ὁριστικῆς΄ ἦλθεν=ἦλθε (λέγεται δηλ. ὡς κάτι τὸ πραγματικὸ καὶ βέβαιο) - ἐν ᾧ ἦλθεν ἄν=θὰ εἶχεν ἔλθει (λέγεται δηλ. ὡς κάτι τὸ ὁποῖο συμβαίνει ἤ εἶναι δυνατὸν νὰ συμβεὶ, ὑπὸ ὅρους ὅμως, εἴτε ρητῶς ἐκφραζομένους εἴτε ὑπονοουμένους)΄ ὁμοίως: ἔλθοι=εἴθε νὰ ἔλθει - ἐν ᾧ ἔλθοι ἄν=θὰ ἐρχόταν (ὑπὸ ὅρους), καὶ ἑπομ. δυνατὸν νὰ ἔλθει. Ἐν τῃ ἀποδόσει ὁ ἄν εἰδικώτερα συντάσσεται: | 1. μεθ’ ὁριστικῆς | α. μετὰ μέλλ. ὁ ἄν (ἤ ὁ κεν) δηλώνει ὅτι θὰ συμβεῖ κάτι, ἄν προηγουμένως συμβεῖ κάτι ἄλλο: ὁ δέ κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἴκωμαι=καὶ ἀσφαλῶς θὰ θυμώσει ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο θὰ πάω | β. μετὰ παρατ. ὁ ἄν (κεν) δηλώνει τὴν συχνὴ ἐπανάληψη κάποιας πράξης ὑπὸ ὁρισμένες συνθήκες (κάτι ποὺ θὰ συνέβαινε πάντοτε): ἔλεγεν ἄν=θὰ ἔλεγε (ὅποτε ἔβρισκε δηλ. εὐκαιρία), κλαίεσκεν ἄν=θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ κλαίει (ἄν...) | γ. μετὰ ἀορίστου ὁ ἄν ἐκφράζει κάτι τὸ ὁποῖο θὰ εἶχε συμβεῖ σὲ μὶα ὁρισμένη περίσταση (ὑπὸ κάποιον ὅρο): εἶπεν ἄν=θὰ εἶχε πεῖ | 2. μεθ’ ὑποτακτικῆς, ἡ ἐπ. ὑποτακτ. χρησιμοποιεῖται ὡς ὁ μέλλ. τῆς ὁριστ., γι΄ αὐτὸ καὶ προσλαμβάνει τὸν ἄν (κεν) ὡς ἐκεῖνος: εἰ δέ κε μὴ δῴησιν, ἐγὼ δέ κεν ἀυτὸς ἕλωμαι=ἄν ὅμως δὲν δώσει, θὰ τὴν πάρω μόνος μου | 3. μετ’ εὐκτικῆς τὸ μόριο ἄν μετατρέπει τὴν εὐχή τῆς ἁπλῆς εὐκτικῆς σὲ βεβαίωση ὑπό ὅρους. Οὐδέποτε συντάσσεται μετὰ εὐκτικῆς μέλλοντος. Αὐτὴ ἡ σύνταξη δηλώνει ὁτι ἄν ἡ διὰ τὴς ὑποθέσεως ἐκφραζόμενη ἔννοια ἦταν δυνατή, ἡ ἔννοια τὴς ἀποδόσεως θὰ ἀκολουθεῖ ὡς ἀναγκαῖον ἀποτέλεσμα: εἰ ἀναγκαῖον εἴη ἀδικεῖν ἤ ἀδικεῖσθαι, ἑλοίμην ἄν ἀδικεῖσθαι μᾶλλον ἤ ἀδικεῖν=ἐὰν ἦταν ἀναγκαῖον νὰ ἀδικῶ ἤ νὰ ἀδικοῦμαι, θὰ προτιμοῦσα τότε περισσότερο νὰ ἀδικοῦμαι παρὰ νὰ ἀδικῶ | β. ἐνίοτε ἡ δυνητικὴ εὐκτικὴ ἀντὶ ἔμμεσης καὶ ἤπιας προσταγῆς, ἤ ἀντὶ παρακλήσεως: χωροῖτ’ ἄν εἴσω=ὁρίστε, περᾶστε μέσα΄ κλύοις ἄν ἤδη=ἄκουσε τώρα σὲ παρακαλῶ΄ κομίζοις ἄν σεαυτόν=ἄδειασέ μου τὴ γωνιά | 4. μετ’ ἀπαρεμφάτου καὶ μετοχῆς, τὰ ὁποία συντεταγμένα μετὰ τοῦ ἄν ἰσοδυναμοῦν πρὸς δυνητικὴ ὁριστικὴ ἤ δυνητικὴ εὐκτική. Τίθεται ἀπρφ. ἤ μτχ. μετὰ τοῦ ἄν ἀντὶ ὁριστ. ἤ εὔκτ. μετὰ τοῦ ἄν, ὅποτε προηγεῖται ρῆμα συντασσόμενο μετ’ ἀπρφ. ἤ συντασσόμενο μετὰ μτχ.: φησίν αὐτοὺς ἐλευθέρους ἄν εἶναι εἰ τοῦτο πράξειαν=λέει ὅτι θὰ ἦταν ἐλεύθεροι ἄν ἤθελαν νὰ πράξουν αὐτό - οἶδα αὐτοὺς ἐλευθέρους ἄν ὄντας εἰ ταῦτα πράξειαν=γνωρίζω ὅτι θὰ ἦταν ἐλεύθεροι ἄν ἤθελαν να πράξουν αὐτά΄ καὶ στὶς δύο περιπτώσεις τὸ δυνητ. ἀπρφ. εἶναι ἄν καὶ ἡ δυνητ. μτχ. ὄντας ἄν ἰσοδυναμοῦν πρὸς δυνητ. εὐκτ. εἶεν ἄν. Ἐὰν ἀντὶ τοῦ πράξειαν τεθεῖ ἡ ὁριστ. ἔπραξαν, τότε τὸ δυνητ. ἀπρφ. καὶ ἡ δυνητ. μτχ. κεῖνται ἀντὶ δυνητ. ὁριστ. ἦσαν ἄν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: