δωρ. γυνά, αἰολ. βανὰ' γυναίκα || ὁ Ὅμ. συχνάκις συνδέει τὴν λέξιν ταύτην ὡς τὸ ἀνήρ, μεθ’ ἑτέρου
οὐσιαστ., γυνὴ ταμίη=ἡ οἰκονόμος, Ἰλ. Ζ. 390· δέσποινα, γρηΰς, ἀλετρίς,
δμωαὶ γυναῖκες, κτλ.
ΙΙ. σύζυγος, σύνευνος, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ παρθένος.
ΙΙΙ. γυνὴ θνητή, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θεά, Ξ. 315, Ὀδ. Κ. 228, κτλ.
IV. ἡ θήλεια, ἡ σύντροφος, τὸ «ταῖρι», ἐπὶ ζῴων.
ΙΙ. σύζυγος, σύνευνος, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ παρθένος.
ΙΙΙ. γυνὴ θνητή, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θεά, Ξ. 315, Ὀδ. Κ. 228, κτλ.
IV. ἡ θήλεια, ἡ σύντροφος, τὸ «ταῖρι», ἐπὶ ζῴων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου