ἀττ. ἕκας, ἐπίρ. (ἐκ)΄ μακράν, μακρὰν ἀπό΄ μετὰ γεν., μακράν, πολὺ μακράν, ἀπό τι. - || ἐπὶ χρόνου, ἔπειτα ἀπὸ πολὺ χρόνον.
Ἐτυμ.: πρβλ. παρ’ Ἡσυχ. «βεκάς΄ μακράν». συγκριτ. ἑκαστέρω, ὑπερθ. ἑκαστάτω΄ ποιητ. ἕκαθεν (=μακρόθεν΄ παραχθὲν ἔκ τινος θεμ. *ἑκα-)΄ ἑκὰς < *σFεκὰς (=καθ’ ἑαυτόν, κεχωρισμένος), ἀντων. θέμ. *σFε- (βλ. λ. ἕ) + -κας, πρβλ. ποιητ. ἀνδρακὰς (=κατ’ ἄνδρα), σανσκρ. ekacάh (μεμονωμένως), dvicάh (κατὰ δύο), ganacάh (ἀγεληδόν)΄ ἑλλ. –κὰς= σανσκρ. cάs < *-kns, ῥιζ. kens ἐν τῷ λατιν. censeo, σανσκρ. cάsati, ἑλλ. κόσμος (< κονσ-μος) βλ. λ.΄ -kns εἶναι ἐπίρρ. αἰτ. οὐδ. ἑν. ἐπιθ. τινὸς (dvicάh= τοποθετῶν ἀνὰ δύο).
[ΙΩΑΝ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ - ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου