=ἑαυτόν, -ήν, -ό, λατ. se, αἰτ. ἐν. καὶ πληθ. αὐτοπαθοῦς ἀντων. τοῦ γ’ προσ., ἄνευ ὀνομ. καὶ πάντοτε ἐγκλιτ.΄ σπανιώτ. ἐπ. τύπος αὐτῆς ἕε οὐδέποτε ἐγκλ. - || ἄνευ ἐννοίας αὐτοπαθείας, ἀντὶ τῆς ἁπλῆς ἐπαναληπτικῆς αἰτ. τῆς αὐτός (δηλ. ἕ=αὐτόν, αὐτήν, αὐτό). Βλ. οὗ (λατ. sui).
Ἐτυμ.: ἕ < *σFε, ὁμηρ. ἑὲ < *σεFε, γεν. ὁμηρ. εἷο, ἕο, εὗ, νέο-ιων. ἕο, εὗ, ἀττ. οὗ, δωρ. γίο τ. ἔ. Fίο (=αὐτοῦ παρ’ Ἡσυχ.) < *Fεο, ποιητ. γεν. ἕθεν, Λεσβ. Fέθεν΄ δοτ. οἷ, οἱ, Κυπρ. Fοι, Λεσβ. Fοῖ < *σFοι, ὁμηρ. ἑοῖ < *σεFιν. – Κτητικ. ἐπίθ. γορτ. Fός, ὁμ. ποιητ. ὅς < *σFος =σανσκρ. svάh, ὁμ. ἑὸς (ἀντὶ *ἕFος κατὰ τὸ Fὸς), Βοιωτ. ἑFὸς < *σεFος =παλ-λατ. sovos, Ζενδ. hava-, Λιθ. sᾱxo (sui). - *sve-, svo-, ἐν τοῖς ἑλλ. ἕ, ὅς Fὸς ὅς σανσκρ. svάh Ζενδ. hva-, παλ-Περσ. huva-, σανσκρ. svayάm (=αὐτὸς ὁ ἴδιος), Ὀμβρ. svesu (=suum), Γοτθ. swes, παλ-γερμ. swas (suus). - *se-, *so- ἐν τοῖς ὁμηρ. ἕ, οἷ ἄνευ τοῦ δίγαμμα (< *σε, *σοι ἐκ παραλλ. πρὸς τὰ Fὲ Fοῖ) λατ. sibi se, Ὀμβρ. seso (=sibi), Ὀσκ. sifeί (=sibi), Γοτθ. sik (-k = ἐλλ. –γε ἐν τῷ ἐμέ-γε κλπ.), παλ-γερμ. sih (=se). Βλ. καὶ τὰς λ. λ. ἑκάς, ἕκαστος, σφιν, σφος, ἕθος.
[ΙΩΑΝ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ - ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου