η, ον καὶ -ος, -ον (ἶφι, ἴφιος): ἰσχυρὸς, δυνατός, σθεναρός, ῥωμαλέος, στιβαρός || ἐπὶ γυναικῶν, εὐπρεπής, κομψή, χρηστή, χαρίεσσα. –
Ἐτυμ.: Ἡ ἐκ τοῦ ἶφι, ἴφιος παραγωγή του δὲν γίνεται ὑπὸ πάντων δεκτή, κηρύσσεται δ’ ὑπ’ αὐτῶν ἡ λ. ὡς ἀγν. ἐτυμ.
[ΙΩΑΝ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ - ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου