(χόλος) ταράσσω (ἐρεθίζω) τὴν χολή τινος | ὅθεν, κάνω κάποιον νὰ θυμώσει, ὀργίζω κάποιον.
ΙΙ. μέσο και παθ., ὀργίζομαι, θυμώνω.
[χολωθείς, μτχ. ἀρσ. παθ. ἀορ. α' (Α 9)]
[κεχολώσεται, τετελ. μέλλ. (Α 139)]
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου