Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

ἄλοχος

(ἡ), [α ἀθροιστικό + λέχος]' ἡ συμμετέχουσα τὴς ἴδιας κλίνης μετά τινος, ἡ σύζυγος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: