η, ον (κοῦρος, κούρη)' ἔγγαμος, νομίμως συνεζευγμένος' κουρίδιος πόσις=νόμιμος σύζυγος' κουριδίη ἄλοχος=ἡ νόμιμη σύζυγος, ὡς ἀντίθ. πρὸς τὴν παλλακίδα' κουρίδιον λέχος=ἡ συζυγικὴ κλίνη.
ΙΙ. νυμφικός, γαμήλιος' κουρίδιος χιτών= νυμφικὸς χιτών.
Ραψωδία Α (413-427)
Πριν από 11 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου